- κακάρισμα
- τοη φωνή της κότας: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακάρισμα — το [κακαρίζω] 1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της 2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία … Dictionary of Greek
κλωγμός — και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) [κλώζω] ο ήχος τής φωνής τής κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῑς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.) μσν. αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα αρχ. κροτάλισμα τής γλώσσας για παρακίνηση αλόγου … Dictionary of Greek
κλωσμός — ο (AM κλωσμός) [κλώζω] κλωγμός, κακάρισμα αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα … Dictionary of Greek
κίκκα — (I) κίκκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίς», όρνιθα, κότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από το κακάρισμα τής κότας] … Dictionary of Greek
λόξυγγας — Σπασμωδική σύσπαση του διαφράγματος, η οποία προκαλεί βίαιη εισπνοή που ακολουθείται από απότομη σύγκλειση της γλωττίδας και από χαρακτηριστικό ήχο στον λάρυγγα. Συχνά παρατηρείται στα έμβρυα κατά τη διάρκεια της κύησης ή συνοδεύει το κλάμα, αλλά … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek